Σχέση Σακχαρώδους Διαβήτη & Ουρογεννητικού Συστήματος

Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μια μεταβολική ασθένεια η οποία χαρακτηρίζεται από αύξηση της συγκέντρωσης του σακχάρου στο αίμα (υπεργλυκαιμία) και διαταραχή του μεταβολισμού της γλυκόζης, είτε ως αποτέλεσμα ελαττωμένης έκκρισης ινσουλίνης είτε λόγω ελάττωσης της ευαισθησίας των κυττάρων του σώματος στην ινσουλίνη.

Ο σακχαρώδης διαβήτης και τα ουρολογικά προβλήματα είναι άρρηκτα συνδεδεμένα. 

  • λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος,
  • στη δημιουργία προβλημάτων στους νεφρούς και στην ουροδόχο κύστη και
  • στην εμφάνιση σεξουαλικής δυσλειτουργίας.

Η γλυκόζη είναι το κύριο «ενεργειακό νόμισμα» του οργανισμού. Τα κύτταρά μας, ιδιαίτερα του ήπατος, των μυών και του λιπώδους ιστού, χρειάζονται την ενέργεια που τους παρέχει η γλυκόζη για να κάνουν τις ποικίλες λειτουργίες τους. Η «είσοδος» της γλυκόζης στα κύτταρα ελέγχεται από μία ορμόνη που ονομάζεται ινσουλίνη και παράγεται από το πάγκρεας.

Οι κύριοι τύποι σακχαρώδους διαβήτη είναι:

  • ο διαβήτης τύπου 1
  • ο διαβήτης τύπου 2
  • ο διαβήτης της κύησης.

Η γενικευμένη αυτή διαταραχή του μεταβολισμού έχει χρόνια πορεία και μπορεί να προκαλέσει βλάβες σε αρκετούς ιστούς του σώματος, καθώς και μια σειρά δυσλειτουργιών που επηρεάζουν μεταξύ άλλων και το ουρογεννητικό σύστημα.

Τα προβλήματα στο ουροποιητικό δεν προκαλούνται τόσο από την παρουσία γλυκόζης στα ούρα, όσο από τις βλάβες που προκαλεί ο διαβήτης στα μικρά αγγεία.

  • Πολυουρία

Ο ανθρώπινος οργανισμός χρειάζεται την γλυκόζη, οπότε οι νεφροί την συγκρατούν κατά τη διαδικασία αυτήν. Όταν, ωστόσο, τα επίπεδα της γλυκόζης είναι υψηλά (πάνω από 180 mg/dl), η γλυκόζη αρχίζει να αποβάλλεται από τα ούρα. Η παρουσία γλυκόζης στα ούρα προκαλεί αυξημένη αποβολή νερού, δηλαδή η διούρηση αυξάνεται. Για να διατηρηθεί το ισοζύγιο υγρών του οργανισμού και να μην προκύψει αφυδάτωση, ο διαβητικός ασθενής πίνει περισσότερα υγρά. Αυτός είναι ο λόγος της πολυουρίας και πολυδιψίας των διαβητικών.

  • Διαταραχές ούρησης

Σύμφωνα με τελευταίες μελέτες ο σακχαρώδης διαβήτης μπορεί να επηρεάσει τη λειτουργία και τη δομή της κατώτερης ουροφόρου οδού. Η ουροδόχος κύστη των διαβητικών ασθενών μπορεί να εμφανίζει υπερδραστηριότητα ή να υπολειτουργεί. Ο ουρολόγος πρέπει να αξιολογήσει τις διαταραχές στη συχνότητα της ούρησης, έχοντας πάντα στο μυαλό του την πιθανότητα να οφείλονται στον διαβήτη, ακόμα κι αν αυτός δεν έχει διαγνωστεί ακόμα. Συνεπώς, τυχόν συχνουρία, ένα σύμπτωμα πολλών ουρολογικών παθήσεων, πρέπει να διευκρινιστεί αν συνδυάζεται με πολυουρία και αυξημένη πρόσληψη υγρών λόγω πολυδιψίας. Στον αντίποδα, σε περιπτώσεις μακροχρόνια διαβητικού ή ηλικιωμένου ασθενούς, η διαβητική νευροπάθεια μπορεί να προκαλέσει μείωση της αισθητικότητας της κύστης και διαταραχές στην κένωση της κύστης. Ως αποτέλεσμα, ο διαβητικός ασθενής μπορεί να φτάσει να ουρεί μόλις 1-2 φορές την ημέρα και να παρουσιάζει υψηλό υπόλειμμα ούρων μετά την ούρηση, μέχρι και επίσχεση ούρων.

Η ακράτεια ούρων είναι μια ενοχλητική επιπλοκή του σακχαρώδη διαβήτη, ιδιαίτερα στις γυναίκες, οι οποίες αντιμετωπίζουν, κατ’ εκτίμηση, 30-100% μεγαλύτερο κίνδυνο. Υπάρχουν αποδείξεις ότι οι παρεμβάσεις για την καθυστέρηση της εμφάνισης διαβήτη μπορούν να αποτρέψουν την ακράτεια ούρων. 

  • Διαβητική νεφροπάθεια

Ο διαβήτης μπορεί επίσης να προκαλέσει βλάβη στους νεφρούς, μιας και αποτελεί την πιο συνηθισμένη αιτία νεφρικής ανεπάρκειας. Ο ακριβής ιατρικός όρος για την πάθηση των νεφρών που προκαλείται από τον Σ.Δ. ονομάζεται διαβητική νεφροπάθεια.

Οι νεφροί σταδιακά χάνουν την ικανότητα να συγκρατούν στο σώμα πρωτεΐνες, να αποβάλλουν τις άχρηστες ουσίες και να ρυθμίζουν την ισορροπία των ηλεκτρολυτών. Μακροπρόθεσμα, μπορεί να χάσουν και την ικανότητα να ρυθμίζουν την ισορροπία του νερού. Όλα αυτά οδηγούν προοδευτικά στη νεφρική ανεπάρκεια.

  • Λοιμώξεις ουρογεννητικού συστήματος

Οι διαβητικοί είναι πιο ευπαθείς στις περισσότερες λοιμώξεις του ουροποιητικού, ιδιαίτερα των νεφρών. Εκτός από τις «συνηθισμένες» πυελονεφρίτιδες, μπορεί να εμφανιστούν και πιο ασυνήθιστες, όπως η ξανθοκοκκιωματώδης και η εμφυσηματική πυελονεφρίτιδα, ή ακόμη και αποστήματα στο νεφρό. Οι κυστίτιδες στις διαβητικές γυναίκες είναι συχνότερες. Στους άνδρες είναι συχνές οι λοιμώξεις του προστάτη, καθώς και του όρχι και της επιδιδυμίδας.

Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι ο πιο σημαντικός προδιαθεσικός παράγοντας για μία πολύ βαριά νεκρωτική φλεγμονή των ανδρικών γεννητικών οργάνων που ονομάζεται γάγγραινα Fournier και έχει υψηλότατο ποσοστό θνησιμότητας (έως και 75%).

Οι διαβητικοί άνδρες εκδηλώνουν συχνότερα φλεγμονές του δέρματος της ακροποσθίας και της βαλάνου (βαλανοποσθίτιδες) και ανάπτυξη ουλώδους ιστού στην περιοχή (σκληρυντικός λειχήνας), καταστάσεις που οδηγούν πολύ συχνά σε φίμωση.

  • Σεξουαλική δυσλειτουργία

Σχετικά με τη σεξουαλική δυσλειτουργία, τόσο για τους άντρες όσο και για τις γυναίκες, ο Σ.Δ. επηρεάζει τη νευρική και την αισθητηριακή λειτουργία, όπως και τη ροή του αίματος στην περιοχή των γεννητικών οργάνων.

Ιδίως στις γυναίκες με διαβήτη, είναι συχνό φαινόμενο να προκαλείται απώλεια αισθητικής λειτουργίας ή ακόμη και κολπική ξηρότητα, η οποία μπορεί να προκαλέσει πόνο κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής.

Ο σακχαρώδης διαβήτης αποτελεί την πιο κοινή αιτία στυτικής δυσλειτουργίας με αποτέλεσμα το 28% των ασθενών οι οποίοι έρχονται να εξετασθούν για διαταραχές της στύσης να είναι διαβητικοί. Το 50% των διαβητικών ασθενών παρουσιάζουν προβλήματα στύσης. Αν ο διαβήτης συνδυαστεί με την υπέρταση το ποσοστό αγγίζει το 80%.

Βασικό αιτιοπαθογενετικό ρόλο στα προβλήματα αυτά παίζουν η αγγειοπάθεια και η νευροπάθεια που παρουσιάζονται στους διαβητικούς.

Αρκετές φορές οι διαταραχές της στύσης αποτελούν το πρώτο σύμπτωμα με το οποίο εκδηλώνεται η διαβητική νόσος. Για αυτό το λόγο είναι απαραίτητο να ελέγχονται τα επίπεδα του σακχάρου στους ασθενείς που παραπονούνται για στυτικά προβλήματα.

Θα πρέπει να αναφέρουμε ότι οι διαβητικοί ασθενείς είναι δυνατόν να παρουσιάσουν προβλήματα που αφορούν τόσο την εκσπερμάτιση (παλίνδρομη εκσπερμάτιση), όσο και την σεξουαλική επιθυμία.

Σημείωση: Ο Σακχαρώδης Διαβήτης είναι μία από τις κύριες αιτίες νεφρικής ανεπάρκειας.



Ο καρκίνος του νεφρού είναι συνήθως ασυμπτωματικός στα πρώτα στάδια της νόσου και εντοπίζεται τις περισσότερες φορές τυχαία. Είναι ενδεικτικό ότι σε ποσοστό μεγαλύτερο του 50% η διάγνωσή του γίνεται σε κάποιον τυχαίο απεικονιστικό έλεγχο. Όταν τα συμπτώματα κάνουν την εμφάνισή τους, ο καρκίνος βρίσκεται ήδη σε προχωρημένο στάδιο.

Το συχνότερο σύμπτωμά του είναι η αιματουρία, που ακολουθείται από την ψηλαφητή οσφυϊκή μάζα και το οσφυϊκό άλγος. Στα συνήθη συμπτώματα περιλαμβάνονται επίσης η απώλεια όρεξης, η απώλεια βάρους, η έντονη κόπωση, ο πυρετός και η ξαφνική εμφάνιση κιρσοκήλης. Στην περίπτωση μεταστάσεων τα συμπτώματα είναι αναιμία, δύσπνοια, βήχας και πόνοι στα οστά.

Οι παράγοντες κινδύνου που συνδέονται με την εμφάνιση του καρκίνου του νεφρού είναι πολλοί: το κάπνισμα, η παχυσαρκία, η υπέρταση, οι περιβαλλοντικοί παράγοντες, η έκθεση σε ουσίες όπως κάδμιο, αμίαντο ή κάποια εντομοκτόνα και σε ακτινοβολία, η πλούσια σε λιπαρά διατροφή, το οικογενειακό ιστορικό, η κληρονομικότητα και η ηλικία έχουν ενοχοποιηθεί για τη νόσο. 

Για να διαγνωστεί ο καρκίνος του νεφρού θα χρειαστεί κλινική εξέταση ακολουθούμενη από αιματολογικές, ουρολογικές και απεικονιστικές εξετάσεις -που περιλαμβάνουν υπέρηχο, αξονική ή μαγνητική τομογραφία- και από βιοψία. Εφόσον εντοπισθεί ο καρκίνος, θα χρειαστούν και άλλες απεικονιστικές εξετάσεις, για να σταδιοποιηθεί η νόσος.

Σχετικά